Η δημοφιλία του στο ελληνικό διαιτολόγιο (μεταξύ των κτηνοτροφικών προϊόντων) μπορεί να είναι εξαιρετικά υψηλή όμως δεν συμβαίνει το ίδιο με την παραγωγή του. Ο λόγος για το ελληνικό χοίρειο κρέας, η αυτάρκεια του οποίου βαίνει μειούμενη τα τελευταία χρόνια και δεν ξεπερνά σήμερα το 30% της συνολικής εγχώριας κατανάλωσης. Σύμφωνα με όσα μας αναφέρουν εκπρόσωποι του χώρου, η χοιροτροφία στην Ελλάδα θεωρείται από τους σημαντικούς κλάδους της Αγροτικής Οικονομίας, με συμμετοχή στην Ακαθάριστη Αξία Ζωικής Παραγωγής στο 18,0% περίπου. Ωστόσο, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις είναι πολλά εξαιτίας κυρίως του υψηλού κόστους παραγωγής, της έλλειψης ρευστότητας, της αδυναμίας των χοιροτροφικών εκμεταλλεύσεων να ανταπεξέλθουν στις δανειακές τους υποχρεώσεις καθώς και των σημαντικών ελλείψεων σε θέματα ελέγχου στις εισαγωγές (ελληνοποιήσεις). Σε αυτό που συνηγορούν όμως όλοι είναι ότι παρά τα προβλήματα η χοιροτροφία μπορεί να ανθήσει ξανά εκμεταλλευόμενη τη σημαντική ζήτηση στο συγκεκριμένο είδος κρέατος, φτάνοντας ακόμα και τα επίπεδα της δεκαετίας του ‘30 με την οργάνωση και τον εκσυγχρονισμό των χοιροτροφικών μονάδων της χώρας.
O χοίρος είναι ένα μονογαστρικό, παμφάγο αγροτικό ζώο, ιδιαίτερα υψηλής γονιμότητας. Μπορεί να γεννήσει μέχρι 5 φορές μέσα σε δύο έτη, από 10-12 χοιρίδια κάθε φορά. Οι χοίροι εκτρέφονται για την παραγωγή κρέατος και έχουν εντυπωσιακές αποδόσεις, αν αναλογιστούμε ότι μία χοιρομητέρα 150-200kg έχει την ικανότητα παραγωγής, µέσω των απογόνων της, 2 περίπου τόνων ζώντος βάρους ανά έτος (10 φορές το βάρος της). Οι βελτιωμένοι χοίροι έχουν υψηλή απόδοση σε κρέας, περίπου 75-80% του σωματικού τους βάρους και φθάνουν τον ρυθμό ανάπτυξης των 800-900g ανά ημέρα. Τέλος, η ποσότητα τροφής που καταναλώνουν για να παραχθεί 1 kg κρέατος είναι μεταξύ των 2,5 και 3 kg (συντελεστής αξιοποίησης τροφής: 2,5-3,0).
Τα συστήματα εκτροφής στη χοιροτροφία μπορούν να διαχωρισθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα εντατικά και τα εκτατικά. Στην εντατικά συστήματα, παρατηρείται εντατικοποίηση της χρήσης των παραγωγικών συντελεστών (εδάφους, ζωικού κεφαλαίου, εργασίας κλπ), χρησιμοποιώντας υβρίδια υψηλών αποδόσεων, τα οποία και στεγάζονται σε χώρους με υψηλή πυκνότητα εκτροφής. Η προσπάθειά σε αυτά τα συστήματα επικεντρώνεται στο να εκπτυχθεί πλήρως το παραγωγικό δυναμικό των ζώων με την αξιοποίηση της τελευταίας τεχνολογίας και των κατάλληλων σιτηρεσίων. Στόχος είναι η παραγωγή της μέγιστης ποσότητας κρέατος στο μικρότερο δυνατό χρονικό διάστημα και με το χαμηλότερο κόστος.
Από την άλλη, στα εκτατικά συστήματα τα ζώα διατηρούνται σε ομάδες εντός περιφραγμένων χώρων, όπου βόσκουν ελεύθερα και συμπληρωματικές ζωοτροφές χορηγούνται ανάλογα με τις ανάγκες και το παραγωγικό στάδιο, στο οποίο βρίσκονται. Πλεονεκτήματα των εκτατικών συστημάτων αποτελούν οι χαμηλές επενδύσεις σε εγκαταστάσεις και εξοπλισμό, οι μικρές λειτουργικές δαπάνες, η παραγωγή κρέατος και προϊόντων με ιδιαίτερα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά, η βελτίωση του επιπέδου ευζωίας, τα ελάχιστα προβλήματα υγείας των ζώων και η μικρή περιβαλλοντική επιβάρυνση.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο χοίρος είναι ένα αγροτικό ζώο γρήγορης ανάπτυξης. Η διάρκεια της κυοφορίας, δηλαδή το διάστημα από τη γονιμοποίηση του θηλυκού μέχρι την γέννηση των χοιριδίων είναι περίπου 114 ημέρες (3 μήνες, 3 εβδομάδες και 3 ημέρες). Τα χοιρίδια παραμένουν με τη μητέρα τους για 3 έως 4 εβδομάδες.Στη συνέχεια και αφού πλέον το μεγαλύτερο μέρος των διατροφικών τους αναγκών καλύπτεται από την κατανάλωση της στερεάς τροφής και όχι τόσο από το γάλα που θηλάζουν, απομακρύνονται από τη μητέρα τους ή αλλιώς «απογαλακτίζονται». Από εκεί και πέρα, διατρέφονται με κατάλληλα σιτηρέσια, τα οποία καλύπτουν τις απαιτήσεις τους σε ενέργεια και πρωτεΐνη, έχοντας ως τελικό σκοπό την παραγωγή υψηλής ποιότητας κρέατος.
Η περίοδος της πάχυνσης διαρκεί περίπου 20 με 24 εβδομάδες. Από την άλλη, η χοιρομητέρα μετά τον απογαλακτισμό των χοιριδίων της, επαναγονιμοποιείται συνήθως εντός μίας εβδομάδας, αφού πρώτα έχει εκδηλώσει οίστρο. Συνήθως, η χοιρομητέρα διατηρείται στην εκμετάλλευση για 3 έτη, οπότε αν θεωρήσουμε ότι γονιμοποιείται για πρώτη φορά στην ηλικία των 4-5 μηνών, υπολογίζεται ότι γεννάει κατά μέσο όρο 5 με 6 φορές στην παραγωγική της ζωή.
Μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη της χοιροτροφίας έχει δώσει η εφαρμογή της τεχνητής σπερματέγχυσης. Πέρα από τα οικονομικά οφέλη, που συνδέονται με τη διατήρηση στην εκμετάλλευση μικρότερου αριθμού κάπρων σε σχέση με τη φυσική οχεία (περίπου 1 για 100 θηλυκά σε σύγκριση με 1 για 20, αντίστοιχα) προσφέρει επίσης ταχύτερη γενετική πρόοδο, αφού δίνει τη δυνατότητα γονιμοποίησης των χοιρομητέρων με σπέρμα κάπρων με πολύ υψηλές κληροδοτικές τιμές, ενώ περιορίζεται και η μετάδοση αναπαραγωγικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων και μολύνσεων Για να επιτευχθούν υψηλές παραγωγικές αποδόσεις στη χοιροτροφική εκμετάλλευση πρέπει να ικανοποιούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις όσον αφορά τις ανάγκες των ζώων.
Έτσι, πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή ως προς τη ρύθμιση της θερμοκρασίας σε κλειστού τύπου εκμεταλλεύσεις, αφού αν και οι χοίροι στη νεαρή τους ηλικία έχουν υψηλές απαιτήσεις σε θερμότητα, όσο μεγαλώνουν οι υψηλές θερμοκρασίες προκαλούν μείωση της κατανάλωσης της τροφής, του ρυθμού ανάπτυξης και των αναπαραγωγικών αποδόσεων. Παράλληλα, ο ικανοποιητικός αερισμός της μονάδας συμβάλλει στη ρύθμιση της θερμοκρασίας αλλά και στην απομάκρυνση των επικίνδυνων αερίων που παράγονται σε ένα χοιροστάσιο, όπως η αμμωνία (NH3), το υδρόθειο (H2S) και το διοξείδιο του άνθρακα (CO2), των οσμών και της σκόνης, που συνδέεται με ασθένειες του αναπνευστικού συστήματος τόσο των χοίρων όσο και των εργαζομένων. Τέλος, η ύπαρξη λείων, μη ολισθηρών αυλακοειδών δαπέδων, με ικανοποιητική αποστράγγιση ελαχιστοποιεί τη δυσφορία των ζώων.
Άλλος παράγοντας που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής είναι η διατροφή των χοίρων, ανάλογα με το παραγωγικό τους στάδιο. Η προσφορά ισόρροπων σιτηρεσίων, τα οποία καλύπτουν τις ανάγκες των ζώων σε ενέργεια και πρωτεΐνη στο μικρότερο κόστος αποτελούν προτεραιότητα για το χοιροτρόφο, αφού τα έξοδα για τη διατροφή των χοίρων φθάνουν το 55 με 70% των συνολικών εξόδων της εκμετάλλευσης. Συνήθως χρησιμοποιούνται σιτηρέσια με βάση τους δημητριακούς καρπούς, οι οποίοι όμως έχουν υποστεί κατάλληλη επεξεργασία, ώστε να βελτιωθεί η πεπτικότητά τους. Αυτά τα σιτηρέσια είναι ελλειμματικά σε κάποια από τα απαραίτητα αμινοξέα (θρεονίνη, λυσίνη, μεθειονίνη, κυστίνη και τρυπτοφάνη), τα οποία ο οργανισμός του ζώου αδυνατεί να συνθέσει και η χρησιμοποίηση τους είναι αναγκαία για τη σύνθεση των πρωτεϊνών και κατ’ επέκταση την παραγωγή κρέατος, οπότε η επιπλέον συμμετοχή τους σε κατάλληλες ποσότητες στο σιτηρέσιο κρίνεται αναγκαία. Τέλος, στο σιτηρέσιο περιλαμβάνεται επίσης ένα πρόμιγμα ή ισορροπιστής βιταμινών και ιχνοστοιχείων, ουσιών που είναι απαραίτητες για την ομαλή εξέλιξη πολλών βιολογικών διεργασιών.
Προσοχή βέβαια πρέπει να δίνεται επίσης στο επίπεδο χορήγησής της τροφής, αφού πρέπει να αποφεύγεται τόσο η υπερβολική όσο και η ελλιπής κατανάλωσή της. Για παράδειγμα, δεν ενδείκνυται η κατά βούληση διατροφή των αναπαραγωγών ζώων γιατί συνδέεται με αυξημένη εναπόθεση λίπους, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά τις αναπαραγωγικές αποδόσεις. Αλλά και κατά την πάχυνση των χοίρων διαφοροποιείται ο τρόπος χορήγησης της τροφής, αφού ενώ αρχικά είναι κατά βούληση, στο τελικό στάδιο μεταβάλλεται σε περιορισμένη διατροφή (προσφορά της τροφής σε 4 γεύματα ημερησίως και σε ποσότητα ίση περίπου με το 75% της κατά βούλησης διατροφής) με σκοπό τη μείωση της περιεκτικότητας σε λίπος και τη βελτίωση της ποιότητας του παραγόμενου σφάγιου.
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι η εκτροφή των χοίρων δεν είναι εύκολη υπόθεση, αφού επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες. Οι χοιροτρόφοι πρέπει συνεχώς να επιτυγχάνουν υψηλούς δείκτες παραγωγικότητας ώστε να εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα της εκμετάλλευσής τους. Αν κρίνουμε από τις αυξημένες ανάγκες της χώρας μας σε χοιρινό κρέας (μόλις το 30-35% καλύπτεται από την εγχώρια παραγωγή), θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι υπάρχουν μεγάλα περιθώρια προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης του κλάδου στη χώρα μας.

 

Eπιμέλεια: Παναγιώτης Σιμιτζής, Λέκτορας, Εργαστήριο Γενικής & Ειδικής Ζωοτεχνίας, Τμήμα Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής & Υδατοκαλλιεργειών, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών