Το κουνέλι ανήκει στα φυτοφάγα μονογαστρικά ζώα και το πεπτικό του σύστημα είναι προσαρμοσμένο στην κατανάλωση χονδροειδών ζωοτροφών (χόρτα, σανοί κ.λπ.), γεγονός που σημαίνει ότι διατρέφεται καλά ακόμα και με σιτηρέσια με υψηλή περιεκτικότητα σε τέτοιες ζωοτροφές. Στη σύγχρονη κονικλοτροφία, όπου κύριος στόχος είναι οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, στα σιτηρέσια ενσωματώνονται και άλλες ζωοτροφές (δημητριακοί καρποί, υποπροϊόντα γεωργικών βιομηχανιών). Πέραν όμως αυτών, η ορθολογιστική κατάρτιση σιτηρεσίων απαιτεί πολύ καλή γνώση των ιδιομορφιών του πεπτικού συστήματος και της διατροφικής συμπεριφοράς των κουνελιών.
Το πεπτικό σύστημα του κουνελιού παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες σε σχέση με άλλα είδη ζώων του ίδιου τύπου πέψης, όπως π.χ. τα άλογα. Επιγραμματικά αυτές οι ιδιομορφίες είναι οι ακόλουθες:
- μικρής χωρητικότητας και κινητικότητας στόμαχος, που έχει σαν αποτέλεσμα τη δυνατότητα κατανάλωσης μικρών ποσοτήτων μόνο τροφής, η οποία δεν υφίσταται καλή μηχανική κατεργασία. Το τελευταίο αντισταθμίζεται από το ότι το κουνέλι είναι πολύ καλός μασητής της τροφής,
- ογκώδης χοληδόχος κύστη, που επιτρέπει την ανοχή σιτηρεσίων με μεγάλη περιεκτικότητα σε λίπη και έλαια. Στην πράξη όμως τέτοια σιτηρέσια αποφεύγονται, διότι: i) δεν έχουν πρακτική σημασία στην ανάπτυξη του ζώου, εκτός από μία μικρή βελτίωση του συντελεστή εκμετάλλευσης της τροφής, ii) επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα των συμπήκτων (pellets) της τροφής, δηλαδή τα καθιστούν εύθρυπτα και iii) ενδέχεται να προκαλέσουν χολολιθιάσεις, όταν το επίπεδο των λιπαρών ουσιών υπερβαίνει το 7-8%,
- ογκώδες τυφλό έντερο, το οποίο καταλαμβάνει περίπου το 40% του συνολικού όγκου του πεπτικού συστήματος. Εκεί βρίσκονται εγκατεστημένοι μικροοργανισμοί, οι οποίοι χρησιμοποιούν τα θρεπτικά συστατικά που δεν έχουν απορροφηθεί στο λεπτό έντερο προς ίδιον όφελος (πολλαπλασιασμός των πληθυσμών τους), παράγοντας ταυτόχρονα μεταβολίτες που είναι χρήσιμοι για το κουνέλι. Τα ζυμωτικά φαινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο τυφλό έντερο είναι παρόμοιας φύσης με αυτά της μεγάλης κοιλίας των μηρυκαστικών, αλλά μικρότερης έκτασης,
- τυφλοτροφία, η οποία είναι ίσως η πιο σημαντική ιδιαιτερότητα του κουνελιού. Το πεπτικό περιεχόμενο κατά τη διέλευση του από το παχύ έντερο υπόκειται στην επίδραση δύο αντίθετων προς τη ροή του δυνάμεων, οι οποίες συνίστανται σε αντιπερισταλτικές κινήσεις του εγγύς κόλον και ένα αντίθετο ρεύμα νερού. Αυτές οι δύο δυνάμεις διαχωρίζουν τα αδρά από τα λεπτά τεμαχίδια του πεπτικού περιεχομένου. Τα αδρά αποβάλλονται με τη μορφή της σκληρής κόπρου, ενώ τα λεπτά παρασύρονται προς το τυφλό, υφίστανται επιπλέον ζυμώσεις από τους μικροοργανισμούς και αποβάλλονται κυρίως κατά τις πρωινές ώρες με τη μορφή τυφλοτροφής, η οποία είναι πλούσια σε θρεπτικά συστατικά και καταναλώνεται άμεσα από τα κουνέλια. Το φαινόμενο αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό και δεν πρέπει να συγχέεται με την κοπροφαγία ή αλλοτριοφαγία, που συναντάται σε άλλα είδη ζώων και η οποία οφείλεται σε έλλειψη συγκεκριμένων θρεπτικών συστατικών. Η τυφλοτροφία επιτρέπει την αξιοποίηση των προϊόντων που παράγονται κατά τα ζυμωτικά φαινόμενα στο τυφλό έντερο συνεισφέροντας σημαντικά στη θρέψη του ζώου και αν διαταραχθεί δημιουργεί σοβαρά προβλήματα.
Το τυφλό έντερο, όπως γίνεται κατανοητό είναι πολύ σημαντικό στη λειτουργία του πεπτικού συστήματος. Παράγοντες όπως λανθασμένη διατροφή, κακή υγιεινή, ασθένειες ή συνδυασμός αυτών μπορούν να οδηγήσουν στην εμφάνιση πεπτικών διαταραχών, γνωστές ως επιζωοτική εντεροπάθεια των κονίκλων, οι οποίες μειώνουν την παραγωγικότητα των ζώων και όταν εκδηλωθούν σε μεγάλη
Η διατροφική συμπεριφορά των κουνελιών μεταβάλλεται με την ηλικία. Μετά τον τοκετό καταναλώνουν αποκλειστικά γάλα και σταδιακά από τη 15η ημέρα ηλικίας και μετά περνούν στην ταυτόχρονη κατανάλωση γάλακτος και στερεάς τροφής, μέχρι τον απογαλακτισμό (28 ή 35 ημέρες ηλικίας), πέραν του οποίου διατρέφονται αποκλειστικά με στερεά τροφή. Ο απογαλακτισμός αποτελεί μεγάλη καταπόνηση για τα ζώα, λόγω του ότι το πεπτικό τους σύστημα δεν είναι πλήρως ωριμασμένο. Σε αυτό το στάδιο και μέχρι την 56η περίπου ημέρα ηλικίας απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή, διότι η εσφαλμένη διατροφή μπορεί να αποβεί καταστροφική. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η κατανάλωση τροφής επηρεάζεται έντονα από τις συνθήκες εκτροφής και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διάθεση νερού. Εάν δεν υπάρχει νερό στη διάθεση των κουνελιών, τότε από κάποιο σημείο και πέρα διακόπτεται η κατανάλωση τροφής με ότι αυτό συνεπάγεται.
Η κατανάλωση τροφής επηρεάζεται και από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Στις χαμηλές θερμοκρασίες περιβάλλοντος αυξάνεται και αντίθετα στις υψηλές μειώνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό, πράγμα το οποίο έχει αρνητικό αντίκτυπο στις αποδόσεις των ζώων. Επιπλέον, τα κουνέλια είναι εκ φύσεως νυκτόβια ζώα και δραστήρια κατά τη σκοτεινή περίοδο της ημέρας. Το 55%-70% της τροφής καταναλώνεται κατά τις βραδινές ώρες.
Οι διατροφικές ανάγκες των κουνελιών είναι διαφορετικές για κάθε παραγωγική κατηγορία ζώων (αρσενικά αναπαραγωγά, θηλυκά αναπαραγωγά, αναπτυσσόμενα-παχυνόμενα).
- Αρσενικά αναπαραγωγά: παρά τη γενική πεποίθηση που υπάρχει γενικά για τα αρσενικά αναπαραγωγής (σε όλα τα είδη ζώων), η διατροφή έχει σημαντική επίδραση στην ποιότητα του σπέρματος. Έχει αποδειχθεί ερευνητικά, ότι η χορήγηση σιτηρεσίων με υψηλό ενεργειακό περιεχόμενο (12 MJ/kg) και αυξημένες αζωτούχες ουσίες (180 g/kg) βελτιώνουν τον αριθμό ανά εκσπερμάτιση, την κινητικότητα και μειώνουν τις μορφολογικές ανωμαλίες των σπερματοζωαρίων, με αποτέλεσμα το σπέρμα να έχει υψηλότερη γονιμοποιητική ικανότητα. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στην εμπορική κονικλοτροφία που εφαρμόζεται η τεχνητή σπερματέγχυση, διότι από ένα αρσενικό προκύπτουν περισσότερες δόσεις αραιωμένου σπέρματος και έτσι αποφεύγεται το υψηλό κόστος διατήρησης μεγάλων πληθυσμών αρσενικών αναπαραγωγών ζώων.
- Θηλυκά αναπαραγωγά: είναι η «καρδιά» μίας μονάδας, διότι από τις αποδόσεις τους εξαρτάται η παραγωγή αναπτυσσόμενων-παχυνόμενων κονίκλων που θα δώσουν το τελικό προϊόν, το κρέας. Η διατροφή τους έχει ιδιαίτερη σημασία, λόγω του ότι προκύπτουν σημαντικά προβλήματα από λανθασμένες στρατηγικές διατροφής.
Το κυριότερο πρόβλημα εντοπίζεται στα νεαρά αναπαραγωγά ζώα, δηλαδή κατά τον πρώτο και δεύτερο τοκετό. Σε πολύ εντατικά συστήματα παραγωγής, η γαλουχία συμπίπτει χρονικά με το τελευταίο στάδιο της κυοφορίας, γεγονός που συνεπάγεται πολύ υψηλές ανάγκες σε ενέργεια και θρεπτικά συστατικά.
Λόγω μικρής χωρητικότητας του στομάχου τα ζώα δε μπορούν να καταναλώσουν μεγάλες ποσότητες τροφής για να καλύψουν τις ανάγκες αυτές, βρίσκονται σε αρνητικό ισοζύγιο ενέργειας και αναγκαστικά καταβολίζουν σωματική ύλη. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα δραματικές αλλαγές στη σωματική κατάσταση των ζώων, οι οποίες οδηγούν σε μείωση των αποδόσεων (χαμηλές τοκετοομάδες, μικρή γαλακτοπαραγωγή κ.λπ.).
Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίζεται πριν την είσοδο των ζώων στην αναπαραγωγή. Χορηγούνται σε αυτά από μικρή ηλικία σιτηρέσια πλούσια σε χόρτα και σανούς με μικρό ενεργειακό περιεχόμενο, που λόγω όγκου προκαλούν τη μεγέθυνση του στομάχου. Έτσι, τα ζώα είναι σε θέση να καταναλώσουν μεγάλες ποσότητες τροφής όταν χρειαστεί.
Αυτό το πρόβλημα δεν παρατηρείται συνήθως σε εκτροφές που εφαρμόζουν χαλαρό αναπαραγωγικό σχήμα, διότι σπανίως συμπίπτει η γαλουχία με την κυοφορία. - Αναπτυσσόμενα-παχυνόμενα: οι ανάγκες τους είναι σχετικά χαμηλές σε σύγκριση με άλλα είδη ζώων και καλύπτονται πολύ εύκολα. Το κύριο πρόβλημα στην κατηγορία αυτή εντοπίζεται κυρίως τις πρώτες ημέρες μετά τον απογαλακτισμό. Πρέπει να χορηγούνται σιτηρέσια πλούσια σε ινώδεις ουσίες, με μεγάλη δηλαδή συμμετοχή χονδροειδών ζωοτροφών και μικρή συμμετοχή δημητριακών καρπών για να αποφευχθούν πεπτικές διαταραχές. Προς αυτή την κατεύθυνση, είναι σημαντικό να χρησιμοποιούνται και πρώτες ύλες, όπως τα πίτυρα σίτου και τα στέμφυλα σακχαροτεύτλων (εάν και εφόσον είναι εφικτό) στα σιτηρέσια. Είναι επίσης σημαντικό να γνωρίζουμε ότι η διατροφή επηρεάζει και την ποιότητα του κρέατος. Προσεκτική επιλογή και ποσοτική χρήση ελαίων βελτιώνει το προφίλ των λιπαρών οξέων (μείωση κορεσμένων, αύξηση πολυακόρεστων και ιδιαίτερα των ω-3 λιπαρών οξέων).
Να θυμάστε ότι το κουνελίσιο κρέας έχει μία από τις υψηλότερες διατροφικές αξίες για τον άνθρωπο και ότι η διατροφή του κουνελιού είναι το σημαντικότερο διαθέσιμο εργαλείο στη ζωική παραγωγή για την περαιτέρω βελτίωσή του.
Επιμέλεια: Γεώργιος Παπαδομιχελάκης, Επίκ. Καθηγητής στη Διατροφή Ζώων, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο ΑΘηνών, Εργαστήριο Φυσιολογίας Θρέψεως & Διατροφής