Οι αγελάδες γαλακτοπαραγωγής ανέρχονται περίπου σε 272 εκατομμύρια ζώα παγκόσμια, σε 36 εκατομμύρια στην Ευρώπη, σε 21 εκατομμύρια στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 χωρών και μόλις 203 χιλιάδες στην Ελλάδα. Επίσης 430.000 είναι τα ζώα κρεοπαραγωγής. Από αυτά παράγονται περίπου 700.000 τόνοι αγελαδινού γάλακτος και 65.000 τόνοι βόειου-μοσχαρίσιου κρέατος. Η έντονη ελλειµµατικότητα που παρουσιάζει η χώρα µας σε προϊόντα του κλάδου της βοοτροφίας και τα τεράστια ποσά που ξοδεύουμε για την εισαγωγή τους, της προσδίδουν ιδιαίτερη σημασία για την εθνική µας οικονομία. Ενδεικτικά είναι τα αποτελέσματα μελέτης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, σύμφωνα με τα οποία, την περίοδο 1998-2006, ο βαθμός επάρκειας στο ελληνικό βόειο κρέας μειώθηκε από το 43,04% στο 33,25%. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΕ ο βαθμός επάρκειας σήμερα έχει πέσει κάτω από το 25% . Η χώρα μας είναι ελλειμματική στα κυριότερα κτηνοτροφικά προϊόντα, μεταξύ αυτών και στο βόειο κρέας. Σύμφωνα, μάλιστα, με ασφαλείς εκτιμήσεις, εισάγουμε το 80% του βόειου κρέατος που καταναλώνουμε, καθώς και πάνω από το 50% των αναγκών μας σε γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα.
Τα βοοειδή είναι μηρυκαστικά. Όπως όλα τα ζώα χρειάζονται δύο βασικές πηγές τροφίμων:
- Ενεργειακές
- Αζωτούχες
Τα συστήματα εκτροφής μπορούν να διακριθούν σε δύο κύριες κατηγορίες, τα εκτατικά και τα εντατικά. Στην Ελλάδα, τα συστήματα που βασίζονται στη βόσκηση θεωρούνται εκτατικά, ενώ εκείνα που βασίζονται στη χρήση συμπυκνωμένων ζωοτροφών (όπως τα ενσταβλισμένα) ως εντατικά, χωρίς όμως η διάκριση αυτή να είναι απόλυτη. Κατά τα Εκτατικό Σύστημα Εκτροφής, οι αγέλες βοοειδών ζουν σε όλη τη διάρκεια του έτους στην ύπαιθρο, βόσκοντας σε φυσικούς λειμώνες και μετακινούμενες σε σχέση με την υπάρχουσα βλάστηση και τη διαθεσιμότητα του πόσιμου νερού. Συνηθίζεται 2 με 3 μήνες πριν τη σφαγή να ενσταβλίζονται με παράλληλη κατάρτιση ειδικού σιτηρεσίου. Σε ηλικία περίπου 18 μηνών, τα ζώα φτάνουν στο επιθυμητό βάρος (400-600 Kg) και οδηγούνται προς σφαγή. Αντιθέτως, το Εντατικό Σύστημα εκτροφής πραγματοποιείται σε βουστάσια. Στην περίπτωση αυτή, τα ζώα που προορίζονται για πάχυνση ενσταβλίζονται μετά τον απογαλακτισμό (σε ηλικία περίπου 6 μηνών) όπου και παραμένουν μέχρι τη σφαγή τους. Ο χρόνος που απαιτείται συνήθως δεν ξεπερνά τους 17 με 18 μήνες. με την χορήγηση ισόρροπου σιτηρεσίου, αποτελούμενο από χονδροειδείς και συμπυκνωμένες ζωοτροφές. Το κόστος πάχυνσης αποτελεί το μεγαλύτερο ποσοστό λειτουργικών δαπανών για κάθε παραγωγική μονάδα. Η διατροφή, όμως, αποτελεί και τον κυριότερο παράγοντα διαμόρφωσης της ποιότητας των ζωικών προϊόντων, γιατί επηρεάζει τη σύσταση τους όχι μόνο στη βάση των ζωοτροφών που καταναλώνονται (είδος και αναλογία στο σιτηρέσιο), αλλά και μέσω της προέλευσης αυτών.Η διατροφή διαδραματίζει επομένως μείζονα ρόλο στις επιδόσεις παραγωγής (κρέατος ή γάλακτος) και αναπαραγωγής των ζώων.
Tα σιτηρέσια των μηρυκαστικών ζώων πρέπει να είναι ισορροπημένα και ελκυστικά ,ώστε να καταναλώνονται σε τακτό χρονικό διάστημα και να εξασφαλίζουνε την ποιότητα των παραγόμενων κτηνοτροφικών προϊόντων. Ένα βασικό σιτηρέσιο καλύπτει με ακρίβεια τις θρεπτικές ανάγκες ενός ζώου για ένα 24ωρο. Εκτός από την ενέργεια, τα κυριότερα θρεπτικά συστατικά που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στην κατάρτιση των σιτηρεσίων είναι η πρωτεΐνη, το ασβέστιο, ο φωσφόρος καθώς επίσης και οι βιταμίνες Α, D και Ε. Πρέπει επίσης πρέπει να συνδυάζουνε την ισόρροπη θρέψη του οργανισμού και την ομαλή εξέλιξη των συμβιοτικών φαινομένων στους προστομάχους. Οι συνέπειες ενός ανεπαρκούς και αλόγιστου τρόπου που πιθανόν να χρησιμοποιούνται οι ζωοτροφές,με μη επιστημονικά καταρτισμένα και ισορροπημένα σιτηρέσια, δεν διασφαλίζουνε την υγεία και την παραγωγικότητα των ζώων καθώς και το βέλτιστο οικονομικό αποτέλεσμα για τον ίδιο τον κτηνοτρόφο.
Ένα Μη σωστό σιτηρέσιο έχει τα εξής μειονεκτήματα:
- Μείωση γαλακτοπαραγωγής
- Μειωμένη γονιμότητα
- Μεταβολικά νοσήματα
- Χωλότητες
- Πεπτικές διαταραχές
Οι Συμπληρωματικές Ζωοτροφές σε πέλλετ, που πρέπει να προέρχονταν από αξιόπιστες βιομηχανίες ζωοτροφών που διαθέτουνε σωστό και σύγχρονο εξοπλισμό, χαρακτηρίζονται από την σωστή άλεση,την υψηλότερη δυνατή ομοιογένεια της τροφής και την υψηλή πεπτικότητα. Επίσης λόγω της θερμικής κατεργασίας τους στους 70-72˚C με ξηρό ατμό, επιτυγχάνεται η “αποστείρωση” της ζωοτροφής, με την καταστροφή των παθογόνων µικροοργανισµών που πιθανόν να περιέχονται στις πρώτες ύλες (και να ευθύνονται για την βρουκέλλα του µελιταίου πυρετού ή την σαλµονέλλα κ.ά.). Επιπλέον διάμεσο των προστατευμένων πρωτεϊνών που περιέχουν ενισχύουν την αναπαραγωγή, την υψηλή γαλακτοπαραγωγή και την πάχυνση των ζώων.
Το κόστος πάχυνσης αποτελεί το μεγαλύτερο ποσοστό λειτουργικών δαπανών για κάθε παραγωγική μονάδα και για τον λόγο αυτό κρίνεται σημαντικός ο σχεδιασμός και η παρακολούθηση της απόδοσης του σιτηρεσίου σε καθημερινή βάση. Τα μοσχάρια, αρσενικά ή θηλυκά, αποτελούν σημαντικό κεφάλαιο για κάθε αγελαδοτροφική εκμετάλλευση, γι’ αυτό και πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα στη στέγαση και διατροφή τους στα πρώτα στάδια της ζωής τους. Παρ’ όλη την ανάπτυξη της αγελαδοτροφίας και τη βελτίωση των συνθηκών διαχείρισης στις μονάδες, το ποσοστό θνησιμότητας των νεαρών μοσχαριών είναι υψηλό (περίπου 7%), που είναι πέραν από τα διεθνώς αποδεκτά επίπεδα. Από την κατάλληλη διαχείριση και τη σωστή επιλογή των μικρών θηλυκών μοσχαριών εξαρτάται η κανονική ανανέωση της αγέλης και η βελτίωση της παραγωγικότητας της μονάδας, αφού υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο, σε κανονικές συνθήκες, πρέπει να αντικαθίσταται το 15%-20% των γαλακτοφόρων αγελάδων. Τα αρσενικά μοσχάρια αποτελούν μία δεύτερη πηγή εισοδήματος για τη μονάδα, αφού αυτά προορίζονται να διατεθούν σαν μοσχαρίσιο κρέας. Το γεγονός αυτό προϋποθέτει τη σωστή εκτροφή τους, ώστε να αποκτήσουν το σωστό σωματικό βάρος στα δοσμένα χρονικά πλαίσια των 10-12 μηνών, με παράλληλο στόχο την ποιοτική βελτίωση του παραγόμενου κρέατος.
Επιμέλεια: Ειρήνη Προδρoμίδου, ζωοτέχνης στη Δ/νση Αγροτικής Ανάπτυξης και Διαχείρισης Έργων της GAIA ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ